- διᾱκόνιον
- διᾱκόνιον, τό, eine Kuchenart
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διακόνιον — cake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόνια — διακόνιον cake neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονιό — το (AM διακόνιον) μσν. νεοελλ. ζητιανιά, επαιτεία αρχ. μσν. 1. το λειτούργημα τού διακόνου 2. η παράπλευρη στην εκκλησία αίθουσα όπου συγκεντρώνονται ο διάκονοι αρχ. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική της σύνδεση με το… … Dictionary of Greek